επαναστρέψιμος

επαναστρέψιμος
-η, -ο (Α ἐπαναστρέψιμος, -ον) [επαναστρέφω]
1. αυτός που μπορεί να επαναστραφεί
2. (λογ.) «επαναστρέψιμη πρόταση» — η πρόταση στην οποία το κατηγορούμενο έχει το ίδιο πλάτος με το υποκείμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”